τρισάλαστος

τρισάλαστος
τρῐσ-άλαστος [ᾰλ], ον,
A thrice-accursed, AP12.137 (Mel.), APl.4.265.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρισάλαστος — ον, Α ελεεινότατος, τρισκαταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἄλαστος «άθλιος, καταραμένος»] …   Dictionary of Greek

  • τρισάλαστον — τρισάλαστος thrice accursed masc/fem acc sg τρισάλαστος thrice accursed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισάλαστε — τρισάλαστος thrice accursed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”